- γυψάς
- ο , γυψού η1) торговец, -ка гипсом; 2) мастер по производству изделий из гипса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυψάς — ο (θηλ. γυψού, η) 1. πωλητής γύψου ή γύψινων αντικειμένων 2. κατασκευαστής γύψινων αντικειμένων … Dictionary of Greek
γυψάς — ο αυτός που πουλάει γύψο ή κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
γυψοπλάστης — ο θηλ. ρια αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα, γυψάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυψοποιός — ο, η ο γυψάς, ο γυψουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυψουργός — ο γυψοποιός, γυψάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)